λάλαξ

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάλαξ Medium diacritics: λάλαξ Low diacritics: λάλαξ Capitals: ΛΑΛΑΞ
Transliteration A: lálax Transliteration B: lalax Transliteration C: lalaks Beta Code: la/lac

English (LSJ)

[λᾰλ], ᾰγος, ὁ, babbler, croaker: a name of the green frog (κέρβερος), and of a bird, Hsch.; cf. βάβαξ.

German (Pape)

[Seite 9] αγος, ὁ, der Schwätzer, Schreier, vom laut quakenden grünen Wasserfrosch, Hesych. – Bei Leon. Tar. 55 Geschwätz, wofür Anth. Pal. VII, 198 πάταγος steht.

French (Bailly abrégé)

αγος (ὁ) :
le « jaseur » :
1 grenouille verte, animal;
2 sorte d'oiseau.
Étymologie: λαλέω.

Greek (Liddell-Scott)

λάλᾰξ: ᾰγος, ὁ, κεκράκτης, «φωνακλᾶς»· ὄνομα τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.· πρβλ. βάβαξ. Πρβλ. λαλέω· - κατά τινας καὶ εἶδος ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες.

Greek Monolingual

λάλαξ, -αγος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά)
φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση -γ- (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)].