πλακόεις

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκόεις Medium diacritics: πλακόεις Low diacritics: πλακόεις Capitals: ΠΛΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: plakóeis Transliteration B: plakoeis Transliteration C: plakoeis Beta Code: plako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, flat, πεδίον D.P.Fr.12.6, cf. Orph.A.951.

German (Pape)

[Seite 624] εσσα, εν, platt, flach, eben. breit, Orph. Arg. 949 u. a. Sp. S. πλακοῦς.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plat ; ὁ πλακόεις, par contr.πλακοῦς (ἄρτος) AR gâteau plat.
Étymologie: πλάξ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰκόεις: II стяж. πλᾰκοῦς, οῦντος ὁ (sc. ἄρτος) лепешка Arph. etc.
όεσσα, όεν плоский.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰκόεις: εσσα, εν, πλακώδηςπλατύς, Διον. Π. Ἀποσπ. 12. 7, Ὀρφ. Ἀργ. 949· πρβλ. πλακοῦς.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(κυρίως για τόπο) πλατύς, επίπεδος, πεδινός («χώρῳ ἐπὶ πλακόεντι βόθρον τρίστοιχον ὄρυξα», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -όεις].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλακόεις zie πλακοῦς.