ποδαγράω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
have gout in the feet, Ar.Pl.559, Pl.Alc.2.139e; of a foot disease in oxen, Arist.HA575b8; in dogs, Ael.NA 4.40.
German (Pape)
[Seite 642] an der Fußgicht, dem Podagra leiden, Ar. Plut. 559 Plat. Alc. II, 139 e u. Sp., wie Ammian. 12 (XI, 229), Strat. 82 (XII, 243).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir la goutte aux pieds, être podagre.
Étymologie: ποδάγρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδαγράω en ποδαγριάω [ποδάγρα] geneesk. aan jicht lijden.
Russian (Dvoretsky)
ποδαγράω: страдать подагрой (в ногах) Arph., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ποδαγράω: ἔχω ἀρθρῖτιν εἰς τοὺς πόδας (πρβλ. χειραγράω), Ἀριστοφ. Πλ. 559, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 139Ε· ἐπὶ ὁμοίας νόσου τῶν βοῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 5· τῶν κυνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40. ― Περὶ τοῦ ἀμφιβόλου τύπου ποδαγριάω ἐν Ἱππ. Ἀφ. 6. 28-30, Γαλην., κλπ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 80.
Greek Monotonic
ποδαγράω: έχω αρθρίτιδα στα πόδια, σε Αριστοφ.