πολυάρατος
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
[ᾰρ], Ep. πολυάρητος [ᾱ], ον, (ἀράομαι) A much-wished-for, much-desired, ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ π. θεὸς ἦλθεν Od.6.280, cf. 19.404, h.Cer.220: in Att. Prose, τὴν πολυάρατον σοφίαν Pl.Tht.165e. II cursed, κολακεία, γόητες, Dam.Isid.18, 92.
German (Pape)
[Seite 659] = πολυάρητος; σοφία, Plat. Theaet. 165 e; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est l'objet de beaucoup de souhaits.
Étymologie: πολύς, ἀράομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυάρᾱτος -ον, ep. en Ion. πολυάρητος [πολύς, ἀράομαι] tot wie veel gebeden wordt vaak aangeroepen:. πολυάρητος θεός een vaak aangeroepen godheid Od. 6.280. waarom veel gebeden wordt vurig gewenst:. τὴν πολυάρατον σοφίαν de wijsheid waarnaar men hevig velangt Plat. Tht. 165e.
Russian (Dvoretsky)
πολυάρᾱτος: эп.-ион. πολυάρητος 2 (ᾰρ) многожеланный (θεός Hom.; παῖς HH; σοφία Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυάρᾱτος: -ον, ἴδε πολυάρητος.
Greek Monolingual
επικ. τ. πολυάρητος, -ον, Α
1. ο πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ' αὐτοῦ», Πλάτ.)
2. ο πολύ καταραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι» (πρβλ. δημ-άρατος)].