πύρρα
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
ἡ, (πυρρός) a red-coloured bird, Ael.NA4.5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte d'oiseau rouge.
Étymologie: πυρρός.
Greek (Liddell-Scott)
πύρρᾱ: ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν ὄνομα τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, ὅθεν ὁ μῦθος τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ πυρρός
ως κύριο όν. Πύρρα
κόρη του Επιμηθέως και της Πανδώρας και σύζυγος του Δευκαλίωνος
αρχ.
1. ως κύριο όν. μυθική ονομασία της Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνος
2. (ως προσηγορ.) είδος πτηνού με κόκκινο χρώμα.
German (Pape)
ἡ, ein rötlicher Vogel, Ael. H.A. 4.5, Opp. Ix. 3.13, auch πυρρίας genannt.