σκοπιήτης

From LSJ
Revision as of 22:24, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιήτης Medium diacritics: σκοπιήτης Low diacritics: σκοπιήτης Capitals: ΣΚΟΠΙΗΤΗΣ
Transliteration A: skopiḗtēs Transliteration B: skopiētēs Transliteration C: skopiitis Beta Code: skopih/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (σκοπιά) highlander, epithet of Pan, AP6.16 (Arch.), 34 (Rhian.), 109 (Antip.). (Glossed κατάσκοπος by Suid.)

German (Pape)

[Seite 903] ὁ, 1) der Späher, Kundschafter. – 2) der Bergbewohner; Πάν, Archi 7 (VI, 16); σκοπιῆτα Rhian. 8 (VI, 34).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite les lieux élevés (Pan).
Étymologie: σκοπιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοπιήτης -ου [σκοπιά] als adj. die leeft op de bergtoppen ( epithet van Pan).

Russian (Dvoretsky)

σκοπιήτης: ου ὁ житель гор (эпитет Пана) Anth.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκοπιά / σκοπιή]
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος».

Greek Monotonic

σκοπιήτης: -ου, ὁ (σκοπιά), ορεινός, ορεσίβιος, βουνίσιος, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιήτης: -ου, ὁ, (σκοπιὰ) ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 16, 34, 109· ἔνθα ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «κατάσκοπος, πρόσκοπος», ἐκ τοῦ σκοπιάω.

Middle Liddell

σκοπιήτης, ου, ὁ, σκοπιά
a highlander, of Pan, Anth.