στράτευσις
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
εως, ἡ, expedition, like στρατεία, Hdt. 1.189, D.H.Th.38, Sm.Ps.59(60).12.
German (Pape)
[Seite 951] ἡ, Feldzug, Kriegsdienst, Her. 1, 189.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
expédition militaire.
Étymologie: στρατεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στράτευσις -εως, ἡ [στρατεύω] het ondernemen van een veldtocht; militaire expeditie.
Russian (Dvoretsky)
στράτευσις: εως (ᾰ) ἡ военный поход (ἐπὶ Βαβυλῶνα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
στράτευσις: ἡ, ἐκστρατεία, συνώνυμ. τῷ στρατεία, Ἡρόδ. 1. 189, Διον. Ἁλ., κλπ.
Greek Monotonic
στράτευσις: ἡ (στρατεύω), εκστρατεία, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
στράτευσις, εως, στρατεύω
an expedition, Hdt.