συγκραματικός

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾱμᾰτικός Medium diacritics: συγκραματικός Low diacritics: συγκραματικός Capitals: ΣΥΓΚΡΑΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkramatikós Transliteration B: synkramatikos Transliteration C: sygkramatikos Beta Code: sugkramatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾱμᾰτικός: смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.