συναναπέμπω
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
English (LSJ)
send up together, Id.Rom.28.
German (Pape)
[Seite 1000] mit oder zugleich in die Höhe hinausschicken od. -werfen, Plut. Rom. 38.
French (Bailly abrégé)
exhaler ensemble.
Étymologie: σύν, ἀναπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αναπέμπω mede doen opstijgen.
Russian (Dvoretsky)
συναναπέμπω: вместе воссылать: σ. τί τινι εἰς οὐρανόν Plut. возносить что-л. с чем-л. на небо.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπέμπω: ἀναπέμπω, πέμπω πρὸς τὰ ἄνω ὁμοῦ, Πλούτ. Ρωμ. 28. ΙΙ. συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῖ, Θεοφίλ. Ἰνστιτοῦτα 3. 3, 95.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο
2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ»
αρχ.
αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω, εκπέμπω»].
Greek Monotonic
συναναπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω προς τα πάνω από κοινού, αναπέμπω μαζί, σε Πλούτ.