συμπεριτίθημι
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
put round together, σ. ὄγκον αὐτῷ καὶ δόξαν take part in getting honour for another, Id.Nic.5:—Pass., -τιθεμένων τῶν στεμφύλων τῷ ἀγγείῳ Dsc.1.57:—the Act. is dub. l. in Nech. ap. Vett. Val.290.21.
German (Pape)
[Seite 986] (s. τίθημι), mit od. zugleich herumlegen, umgeben, τινὶ ὄγκον καὶ δόξαν, Einem Anschen u. Ruhm geben, Plut. Nic. 5.
French (Bailly abrégé)
mettre tout autour de : τινί τι entourer qqn de qch.
Étymologie: σύν, περιτίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-περιτίθημι helpen om om... heen te leggen, met acc. en dat. iets om iem.: overdr.. ὁ... συμπεριτιθεὶς ὄγκον αὐτῷ degene die hielp om hem eer aan te doen Plut. Nic. 5.3.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριτίθημι: облагать вокруг, окружать: συμπεριτιθέναι τινὶ ὄγκον καὶ δόξαν Plut. окружать кого-л. авторитетом и славой.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριτίθημι: περιτίθημι ὁμοῦ, ὁ μάλιστα ταῦτα συντραγῳδῶν καὶ συμπεριτιθεὶς ὄγκον αὑτῷ καὶ δόξαν Πλουτ Νικ. 5.
Greek Monolingual
Α
περιβάλλω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτίθημι «περιβάλλω»].