συνοικτίζω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
have compassion on, τινα X.Cyr.4.6.5.
French (Bailly abrégé)
s'apitoyer sur, acc..
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοικτίζω [σύν, οἰκτίζω] medelijden hebben met, met acc.. Xen. Cyr. 4.6.5.
Russian (Dvoretsky)
συνοικτίζω: иметь сострадание: σ. τινά Xen. сжалиться над кем-л.
Greek Monolingual
A
νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)].
Greek Monotonic
συνοικτίζω: μέλ. -σω, τρέφω οίκτο, συμπόνοια για κάποιον, συλλυπούμαι, τινά, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικτίζω: λαμβάνω οἶκτον πρός τινα, ὁ πατὴρ αὐτοῦ συνῴκτισέ με Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5.
Middle Liddell
fut. σω
to have compassion on, τινά Xen.