ταυροβόρος
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ον, devouring bulls, λέων APl.4.94 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 1073] Stiere fressend, λέων, Archi. 27 (Plan. 94).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore les taureaux.
Étymologie: ταῦρος, βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροβόρος: -ον, ὁ καταβιβρώσκων ταύρους, λέων Ἀνθ. Πλαν. 94.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει ταύρους, ταυροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].
Greek Monotonic
ταυροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει ταύρους, σε Ανθ.