τετράμοιρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, fourfold, τ. νυκτὸς φυλακή E.Rh.5 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1098] viertheilig, zum vierten Theile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forme la quatrième partie, le quart.
Étymologie: τέσσαρες, μοῖρα.
Russian (Dvoretsky)
τετράμοιρος: составляющий четвертую часть (τ. νυκτὸς φυλακή Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράμοιρος: [ᾰ], -ον, ὁ τῆς τετάρτης μοίρας, οἵ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν πάσης στρατιᾶς προκάθηνται, «οἱ τετάρτην μοῖραν φρουροῦντες» (Σχόλ.), Εὐρ. Ρῆσ. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκά-μοιρος].
Greek Monotonic
τετράμοιρος: [ᾰ], -ον (μοῖρα), τετραπλάσιος, σε Ευρ.
Middle Liddell
τετρά-˘μοιρος, ον, μοῖρα
fourfold, Eur.