φεύζω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
cry φεῦ, cry woe, τί τοῦτ' ἔφευξας; A.Ag.1308.
German (Pape)
[Seite 1267] φεῦ rufen, »weh« rufen über Etwas, τί, τί ταῦτ' ἔφευξας Aesch. Ag. 1281.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. ἔφευξα;
se lamenter, litt. « dire φεῦ ».
Russian (Dvoretsky)
φεύζω: восклицать «φεῦ» Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
φεύζω: μέλλ. -ξω, κράζω φεῦ, φωνάζω φεῦ φεῦ, οἰμώζω, μόνον ἅπαξ εὕρηται, τί τοῦτ’ ἔφευξας; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1308. (Ἐκ τοῦ φεῦ. ὡς τὰ ῥήματα αἰάζω, οἴζω, οἰμώζω ἐκ τῶν λέξεων αἰαῖ, οἴ, οἴμοι.)
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) φωνάζω φευ, κράζω, οιμώζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. φεῦ (πρβλ. οἴ-ζω: οἴ, ὤ-ζω: ὤ). Το ρ. απαντά μόνο στον αόρ. ἔφευξας].
Greek Monotonic
φεύζω: μέλ. -ξω, κράζω φεῦ, φωνάζω φευ, απαντάται άπαξ μόνο, τί τοῦτ' ἔφευξας; σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φεύζω,
to cry φεῦ, cry woe, only found once, τί τοῦτ' ἔφευξας; Aesch.