ἀποκοιμάομαι

From LSJ
Revision as of 18:07, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκοιμάομαι Medium diacritics: ἀποκοιμάομαι Low diacritics: αποκοιμάομαι Capitals: ΑΠΟΚΟΙΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: apokoimáomai Transliteration B: apokoimaomai Transliteration C: apokoimaomai Beta Code: a)pokoima/omai

English (LSJ)

Pass. with fut. Med. -ήσομαι:— A sleep away from home, νύκτα -ηθείς Pl.Lg.762c; ἐν Λακεδαίμονι Eup.208. II get a little sleep, especially of troops on duty, Hdt.8.76, Ar.V.213, X.Cyr.2.4.22 and 26, Plb.3.79.10; simply, fall asleep, Polyaen.8.23.1. III die an easy death, Vett. Val.126.28.

Spanish (DGE)

1 dormir fuera de casa νύκτα ἀποκοιμηθείς Pl.Lg.762c, ἐν Λακεδαίμονι Eup.208
fig. estar apartado de τὴν ἀποκεκοιμημένην ἀπὸ τῆς ... πίστεως διάνοιαν Eus.HE 5.16.9.
2 descabezar un sueño, dormir de tropas en servicio τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες Hdt.8.76, μέρος τῆς νυκτός ἀ. Plb.3.79.10, cf. Ar.V.213, X.Cyr.2.4.22
en gener. quedarse dormido, dormirse τὸν οἶνον πεφαρμακωμένον πιόντες ἀπεκοιμήθησαν Polyaen.8.23.1
fig. morirse οὗτοι εὐθανατοῦσιν ἐκ ... ἀποπληξίας ἀποκοιμηθέντες Vett.Val.126.28.

German (Pape)

[Seite 307] dep. pass., 1) abgesondert, außer dem Hause schlafen, Plat. Legg. VI, 762 c; Eupol. bei Plut. Cim. 15. – 2) schlafen, bes. ein wenig, Ar. Vesp. 213 Xen. Cyr. 2, 4, 22 Pol. 3, 79.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 découcher;
2 aller dormir un peu.
Étymologie: ἀπό, κοιμάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκοιμάομαι:
1) подкрепляться сном, дремать Xen., Arph., Polyb., Plut.; οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες Her. не сомкнув глаз;
2) спать вне дома Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοιμάομαι: παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -ήσομαι: κοιμῶμαι ἐκτός, ἢ μακρὰν τῆς οἰκίας μου, Πλάτ. Νόμ. 762C· κἀνίοτ’ ἂν ἀπεκοιμᾶτ’ ἂν ἐν Λακεδαίμονι Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 10. ΙΙ. κοιμῶμαι ὀλίγον, «παίρνω ὀλίγον ὕπνον», Ἡρόδ. 8. 76, Ἀριστοφ. Σφ. 213, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 22, κἑξ.· - καθ’ ἃ φαίνεται, εἶναι στρατιωτικὴ φράσις, Dobree εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἀπ. ἀπό τινος, παύομαι ἀπό..., Ἐπιφάν.

Greek Monotonic

ἀποκοιμάομαι: Παθ. με Μέσ. μέλ.,
I. κοιμάμαι εκτός ή μακριά από το σπίτι μου, σε Πλάτ.
II. αποκοιμιέμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell


Pass.
I. to sleep away from home, Plat.
II. to get a little sleep, Hdt., Ar.