ἀπροπτωσία
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, freedom from precipitancy, deliberateness, Stoic. 2.39, Chrysipp.ib.40, M.Ant.3.9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ausencia de precipitación, parsimonia τήν τε ἀπροπτωσίαν ἐπιστήμην τοῦ ποτε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μή Chrysipp.Stoic.2.39, τὴν (ἀ)προπτωσί(αν) τιμῶμ(ε)ν Chrysipp.Stoic.2.40, cf. M.Ant.3.9.
German (Pape)
[Seite 339] ἡ, das Wesen des ἀπρόπτωτος, M. Anton. 3, 9. Bei D. L. 7, 46 erkl. Zeno sie = ἐπιστήμη τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μή.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art de ne pas céder trop promptement.
Étymologie: ἀ, προπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροπτωσία: ἡ, ὡς τὸ ἀπροπετία, ἔλλειψις προπετείας, περίσκεψις, Ζήνων ὁ Στωικὸς παρὰ Διογ. Λ. 7. 46 ὁρίζει αὐτήν, ἐπιστήμην τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μὴ Μ. Ἀντων. 3.9.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροπτωσία: ἡ неторопливость, выдержка Diog. L.