ἀτταγήν

From LSJ
Revision as of 18:41, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττᾰγήν Medium diacritics: ἀτταγήν Low diacritics: ατταγήν Capitals: ΑΤΤΑΓΗΝ
Transliteration A: attagḗn Transliteration B: attagēn Transliteration C: attagin Beta Code: a)ttagh/n

English (LSJ)

ῆνος, ὁ, = ἀτταγᾶς, Phoenicid.2.5, Arist.HA617b25, 633b1, Thphr.Fr.180.

Spanish (DGE)

v. ἀτταγᾶς.

German (Pape)

[Seite 389] ῆνος, ὁ, dasselbe, com. Ath. XIV, 652 d; Arist. H. A. 10, 36, von Atticisten verworfen.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ὁ) :
francolin (attagen Ionicus), oiseau.
Étymologie: c. ἀτταγᾶς.

Russian (Dvoretsky)

ἀττᾰγήν: ῆνος ὁ зоол. предполож. франколин (Tetrao bonasia) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτταγήν: ῆνος, ὁ, πτηνὸν κατὰ τὸ φαινόμενον διάφορον τοῦ ἀτταγᾶ, πιθ. εἶδος μελεαγρίδος, tetrao orientalis, Φοινικίδης ἐν «Μισουμένῃ» 1. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 26· τάσσεται μετὰ τῶν κονιστικῶν ὀρνίθων, τῶν ὀρνίθων... ὅσοι μὲν μὴ πτητικοί, ἀλλ’ ἐπίγειοι, κονιστικοί, οἷον ἀλεκτορίς, πέρδιξ, ἀτταγήν..., φασιανὸς ὁ αὐτ. 9. 50 ἐν τέλει· attagen Ionicus, περιζήτητον λίχνευμα παρὰ Ρωμαίοις, Ὁράτ. Ἐπῳδ. 2. 54, πρβλ. Μαρτιάλιν 13. 61: ― ὑποκορ. ἀτταγηνάριον, τό, Χοιροβ. 1. 43.

Greek Monotonic

ἀτταγήν: -ῆνος, ὁ, πτηνό, πιθ. είδος αγριόγαλου, Λατ. attagen Ionicus, σε Οράτ.

Middle Liddell


a bird, prob. a kind of grouse, attagen Ionicus, Hor.