ἀφόρητος

From LSJ
Revision as of 18:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφόρητος Medium diacritics: ἀφόρητος Low diacritics: αφόρητος Capitals: ΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aphórētos Transliteration B: aphorētos Transliteration C: aforitos Beta Code: a)fo/rhtos

English (LSJ)

ον, A unendurable, κρυμός Hdt.4.28; χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον Id.7.188; μεγέθει βοῆς ἀφόρητοι Th.4.126; οὐκ ἔστιν . . οὐδὲν τῆς ὕβρεως -τότερον D.21.46; ἀ. κακόν Arist.EN1126a13, cf. Epicur. Fr.447, Phld.Lib.p.17O.; irresistible, Jul.Or.1.28d. Adv. -τως Poll. 3.130. II not worn, new, censured by Luc.Lex.9, Ath.3.98a.

Spanish (DGE)

-ον
I 1intolerable, insoportable de abstr. κρυμός Hdt.4.28, χειμῶνος χρῆμα Hdt.7.188, ὀδύναι X.HG 5.4.58, πυρετός Hp.Iudic.13, φιλαργυρίη Hp.Ep.11, οὐ γὰρ ἔστιν ... οὐδὲν ὕβρεως ἀφορητότερον D.21.46, τὸ κακόν Arist.EN 1126a13, βίος Hld.2.33.4, ἀνομία UPZ 170B.27 (II a.C.), θόρυβος Lyd.Mag.3.52
subst. τὸ μὴν ἀφόρητον ἐξάγει M.Ant.7.33, cf. D.C.35.11, Phld.Lib.17.
2 violento, insufrible de pers. ὀργισθεὶς γὰρ ἀ. ἐστι Ach.Tat.6.13.3, ἀ. αὐτοῖς ὁ Κορβουλὼν ... ἐφάνη Lyd.Mag.3.34, τὴν ἡσυχίαν ἠγάπησεν ὁ πρόσθεν ἀ. δοκῶν Iul.Or.1.28d, c. dat. δούλοις ἀ. Plu.2.73c.
II no usado previamente, nuevo de vestidos ἱμάτια Luc.Lex.9, βλαῦται Ath.98a.
III adv. -ως de un modo insoportable ἀ. λυπεῖται Alex.Aphr.in Metaph.723.13, cf. Poll.3.130.

German (Pape)

[Seite 413] 1) unerträglich, κρυμός, χειμών, Her. 4, 28. 7, 188. So Thuc. 4, 126 u. Folgde. Im compar., Dem. 21, 46. – 2) ungetragen, von Kleidern, schlechtes W., Luc. Lexiphan. 9; Ath. III, 98 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intolérable, insupportable.
Étymologie: , φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφόρητος:
1) невыносимый, нестерпимый Her., Thuc., Arst., Dem., Plut.;
2) неношеный, ненадеванный (ὑποδήματα Luc. - как образец неправильного словоупотребления).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφόρητος: -ον, οὐκ ἀνεκτός, οὐκ ἀνασχετός, ἀνυπόφορος, κρυμὸς Ἡρόδ. 4. 28· χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον ὁ αὐτ. 7. 188· μεγέθει βοῆς ἀφορήτῳ Θουκ. 4. 126· οὐκ ἔστιν... οὐδὲν τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον Δημ. 529. 9· ἀφ. κακὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 5. 13: - Ἐπιρρ. ἀφορήτως Πολυδ Γ΄, 130. ΙΙ. ὅν τις δὲν ἐφόρεσε, κοινῶς «ἀφόρετος», λέξις ἀδόκιμος, Λουκ. Λεξιφ. 9, Ἀθήν. 98Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφόρητος, -ον)
ανυπόφορος, αβάσταχτος
αρχ.
1. ακαταμάχητος
2. αφόρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φορητός < φορώ (-έω) < φέρω.

Greek Monotonic

ἀφόρητος: -ον, ανυπόφορος, αφόρητος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell


intolerable, insufferable, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

intolerable, hard to bear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)