ἁλιστός

From LSJ
Revision as of 18:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιστός Medium diacritics: ἁλιστός Low diacritics: αλιστός Capitals: ΑΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: halistós Transliteration B: halistos Transliteration C: alistos Beta Code: a(listo/s

English (LSJ)

[ᾰ], ή, όν, (ἁλίζω) salted, pickled, Str.4.4.3, Orib.Fr.58, Aeët.9.38, AP9.377 (Pall.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 salado, condimentado Str.4.4.3, Orib.Ec.57.7, AP 9.377 (Pall.).
2 subst. τὸ ἁ. carne en salazón, DP 4.7, SEG 39.1577.2 (Berito V d.C.).

German (Pape)

[Seite 98] ή, όν, eingesalzen, χηνὸς λίπη Pallad. 21 (IX, 377); Strab.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
salé.
Étymologie: ἁλίζω¹.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιστός: соленый (χηνὸς λίπη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιστός: [ᾰ], ή, όν, (ἁλίζω) ἁλατιστός, ἐν ἅλμῃ διατηρούμενος, Ἀνθ. Π. 9. 377, Στράβ. 197.

Greek Monolingual

ἅλιστος, -ον (Α)
ο ἄλλιστος.
ἁλιστός, -ή, -όν (AM) ἁλίζω ΙΙ]
αυτός που διατηρείται μέσα σε άλμη, αλατιστός, αλίπαστος.

Greek Monotonic

ἁλιστός: [ᾰ], -ή, -όν (ἁλίζω), αλατισμένος, παστωμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἁλίζω
salted, pickled, Anth.