ἰωνιά
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ᾶς, ἡ, (ἴον) A violet-bed, Ar.Pax577; ἰ. λευκή giliflower, Matthiola incana, Thphr.HP6.8.5; ἰ. μέλαινα violet, Viola odorata, ib. 6.6.2. II ground-pine, Ajuga Chamaepitys, Apollod. ap. Ath.15.681d, Dsc.3.158; ἰ. ἀγρία Sch.Nic.Al.55. III ἐς ἰωνιάν· ἐς κοπρῶνα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1278] ἡ, das Veilchenbeet, Ort, wo Veilchen (ἴον) wachsen; Ar. Pax 569; Theophr. u. Sp.; auch = χαμαίπιτυς, Ath. XV, 681 d; vgl. Schol. Nic. Al. 56. Den Accent bemerkt Arcad. p. 99.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 lieu rempli de violettes;
2 plant de violettes;
3 c. χαμαίπιτυς.
Étymologie: ἴον.
Russian (Dvoretsky)
ἰωνιά: ἡ ἴον место, поросшее фиалками, фиалковое поле Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἰωνιά: ᾶς, ἡ, (ἴον) λειμὼν ἴων, Λατ. violarium, Ἀριστοφ. Εἰρ. 577· 2) τὸ φυτόν τοθ ἴου, Θεοφρ.π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 4. ΙΙ. χαμαίπιτυς Ἀθήν. 681D.
Greek Monolingual
ἰωνιά, ἡ (Α)
1. λιβάδι με ία, μενεξεδότοπος
2. είδος φυτού
3. φρ. «ἰωνιά μέλαινα» — ίο το εύοσμο, ο μενεξές
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐς ἰωνιάν
ἐς κοπρῶνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴων, γεν. πληθ. του τ. ἴον «μενεξές» + κατάλ. -ιά (πρβλ. ροδων-ιά)].
Greek Monotonic
ἰωνιά: -ᾶς, ἡ (ἴον), λειμώνας από μενεξέδες, λιβάδι γεμάτο από βιολέτες, Λατ. violarium, σε Αριστοφ.