ὁμόκαπος

From LSJ
Revision as of 21:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

German (Pape)

[Seite 337] (κάπη), zusammen essend, zusammen lebend, Epimenid. bei Arist. pol. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de crèche, càd de table.
Étymologie: ὁμός, κάπη.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόκᾰπος: κάπη питающийся вместе, т. е. вместе живущий (Arst. - v. l. ὁμόκαπνος).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκᾰπος: -ον, (κάπη) ὁ ὁμοῦ τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ ὁμοῦ ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.

Greek Monolingual

ὁμόκαπος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ὁμόκαποι
συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κάπη «φάτνη, θέση για τροφή ζώων»].

Greek Monotonic

ὁμόκᾰπος: -ον (κάπη), ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, στον Αριστ.

Middle Liddell

ὁμό-κᾰπος, ον, κάπη
eating together, ap. Arist.