Ὀλυμπικός

From LSJ
Revision as of 21:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπικός Medium diacritics: Ὀλυμπικός Low diacritics: Ολυμπικός Capitals: ΟΛΥΜΠΙΚΟΣ
Transliteration A: Olympikós Transliteration B: Olympikos Transliteration C: Olympikos Beta Code: *)olumpiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of Olympus, ἐσβολή Hdt.7.172; ὑπώρεια Plu.Aem.13. 2 of Olympia, Olympic, ὁ Ὀ. ἀγών the Olympic games, Th.1.6, Ar.Pl.583; ὁ Ὀ. λόγος title of work by Gorgias (Fr. 7) : -κός, ὁ, name of a month in Elis, Inscr.Olymp.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’Olympie.
Étymologie: Ὀλυμπία.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπικός: ион. Οὐλυμπικός 3 олимпийский Her., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὄλυμπον, ἐσβολή, Ἡρόδ. 7. 172. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Ὀλύμπια, ὁ Ὀλ. ἀγών, οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, Ἀριστοφ. Πλ. 583.

Greek Monotonic

Ὀλυμπικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από τον Όλυμπο, σε Ηρόδ.
2. αναφερόμενο στην Ολυμπία, ὁ Ὀλυμπικὸς ἀγών, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Ὀλυμπικός, ή, όν
1. of Olympus, Hdt.
2. of Olympia, Olympic, ὁ Ὀλ. ἀγών the Olympic games, Ar.

English (Woodhouse)

Olympic

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)