γοητής

From LSJ
Revision as of 17:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητής Medium diacritics: γοητής Low diacritics: γοητής Capitals: ΓΟΗΤΗΣ
Transliteration A: goētḗs Transliteration B: goētēs Transliteration C: goitis Beta Code: gohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, wailer, γοητῶν νόμον A.Ch. 822 codd. (γοατάν Herm.), cf. Tim.Pers.112.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que lanza gemidos γοηταὶ θρηνώδει κατείχοντ' ὀδυρμῷ Tim.15.102.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γοάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοητής -οῦ, ὁ γοάω iem. die klaagt of jammert.

Russian (Dvoretsky)

γοητής: οῦ, дор. γοᾱτάς, ᾶ adj. m рыдающий, плачущий (νόμος Aesch.).

Greek Monolingual

γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) γοώ
θρηνώδης.

Greek Monotonic

γοητής: -οῦ, ὁ (γοάω), Δωρ. γοᾱτάς, -ᾶ, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. σημασία, με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

γοητής: -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, (γοάω) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.

Middle Liddell

γοάω
a wailer; or, in adv. sense, of lamentation, Aesch.