δελφακόομαι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Pass., grow up to pighood, Ar.Ach.786.
Spanish (DGE)
(δελφᾰκόομαι)
pasar de lechón a cerdo, engordar Ar.Ach.786, cf. Hsch., Sud.δ 204.
German (Pape)
[Seite 544] vom Ferkel zur Sau heranwachsen, Ar. Ach. 751.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
devenir un petit cochon.
Étymologie: δέλφαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δελφακόομαι [δέλφαξ] Dor. ptc. praes. δελφακουμένᾱ, een (volwassen) varken worden.
Russian (Dvoretsky)
δελφᾰκόομαι: (о поросенке) становиться свиньей, подрастать Arph.
Greek Monotonic
δελφᾰκόομαι: Παθ., αυξάνομαι, παχαίνω και γίνομαι μέγας χοίρος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δελφᾰκόομαι: παθ., αὐξάνομαι εἰς χοῖρον, ἀποχοιροῦμαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 786.