διαπρηστεύω
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
v. διαδρηστεύω.
Spanish (DGE)
dud., quizá montar en cólera διεπρήστευσε τῶν τις Βορυσθενεϊτέων πρὸς τοὺς Σκύθας Hdt.4.79.
German (Pape)
[Seite 598] l. d., Her. 4, 79, v.l. διεπίστευσε, emend. διεδρήστευσε, Reiz διεπερίσσευσε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπρηστεύω [διά, πίμπρημι] een uitbrander geven, uitvaren tegen, met πρός + acc.: διεπρήστευσε... τις... πρὸς τοὺς Σκύθας iemand gaf de Scythen een uitbrander Hdt. 4.79.
Russian (Dvoretsky)
διαπρηστεύω: выдавать (Her. - v.l. διαδρηστεύω и διαδρηπετεύω).
Greek Monotonic
διαπρηστεύω: βλ. διαδρηστεύω.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρηστεύω: ἴδε ἐν λ. διαδρηστεύω.
Middle Liddell
[v. διαδρηστεύω