παρρησιαστής
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
οῦ, ὁ, outspoken person, Arist.EN 1124b29, Phld.Lib.p.62 O. (pl.), D.S.14.5, Luc.Deor.Conc.3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui parle franchement.
Étymologie: παρρησιάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρρησιαστής -οῦ, ὁ [παρρησιάζομαι] vrijmoedig spreker:. παρρησιαστὴς... διὰ τὸ καταφρονητικὸς εἶναι vrijmoedig sprekend omdat hij anderen minacht Aristot. EN 1124b29.
Russian (Dvoretsky)
παρρησιαστής: οῦ 2 ὁ откровенно высказывающийся, прямодушный человек Arst., Luc., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθέρως ὁμιλῶν, ἐλευθερόστομος ἄνθρωπος, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 3, 28, Διόδ. 14 .5, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησ. 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρρησιάζομαι
αυτός που μιλά με παρρησία.
Greek Monotonic
παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ελεύθερος ομιλητής, σε Αριστ.
Middle Liddell
παρρησιαστής, οῦ, ὁ, [from παρρησιάζομαι
a free speaker, Arist.
German (Pape)
ὁ, der freimütig Sprechende; Arist. eth. 4.3; Luc. deor. conc. 3 und andere Spätere