ψύλλο
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
barbarism for ψύλλα in Ar.Th.1180.
German (Pape)
[Seite 1402] statt ψύλλος sagt der Scythe bei Ar. Thesm. 1180.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψύλλο kom. barb. voor ψύλλα.
Russian (Dvoretsky)
ψύλλο: Arph. в произнош. скифа = ψύλλα.
Greek (Liddell-Scott)
ψύλλο: ἢ ψύλλος, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμοφορ. 1180, ἔνθα ὁμιλεῖ ὁ Σκύθης τοξότης (ὡς ὁ ἐν Παρισίοις Ψυχάρης νῦν): ὥσπερ ψύλλο κατὰ τὸ κώδιο.
Greek Monolingual
Α
(στους Σκύθες) βαρβαρισμός αντί της λ. ψύλλος.