ἀλαλαγμός
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ὁ, A = ἀλαλαγή, Hdt.8.37, Plu.2.564b, Arr.An.5.10.4, Onos.29.1. II generally, loud noise, τυμπάνων, αὐλοῦ, E.Cyc.65, Hel.1352 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἀλᾰλαγμός) -οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 clamor, grito de guerra A.Fr.451c.30, IStratonikeia 10.24 (I a.C.), Arr.An.5.10.4, Plu.2.201e, Onas.29.1, Orac.Sib.3.305, μάχης Nonn.D.47.581
•clamor de voces sobrenaturales, Hdt.8.37, de las almas errantes ἀλαλαγμοῖς θρήνου καὶ φόβου Plu.2.564b
•en una calamidad ἀ. ἀνδρῶν el clamor de los hombres op. ὀλολυγμὸς γυναικῶν Ach.Tat.3.2.8, lat. eiulatio, Gloss.2.224
•plu. alaridos de mujeres μετ' ὀλοφυρμῶν καὶ ἀλαλαγμῶν Plu.2.610c
•de gritos de júbilo aclamación c. gen. obj. ἀ. βασιλέως Aq.Nu.23.21, lat. iubilatio, Gloss.2.224.
2 estrépito de instrumentos rituales τυμπάνων E.Cyc.65, αὐλοῦ E.Hel.1352, ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ con címbalos resonantes LXX Ps.150.5
•balido προβάτων καὶ κριῶν LXX Ie.32.36.
German (Pape)
[Seite 88] ὁ, dasselbe, Her. 8, 37, Kriegsgeschrei; Sp. Auch τυμπάνων, Paukenschall, Eur. Cycl. 65; αὐλῶν, Flötentlang, Hel. 1352.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cri de guerre.
Étymologie: ἀλαλάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαλαγμός -οῦ, ὁ ἀλαλάζω
1. geschreeuw.
2. uitbr. hard geluid, lawaai. Eur.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾰλαγμός: (ᾰλ) ὁ
1 Her. = ἀλαλή;
2 шум, бой (τυμπάνων Eur.);
3 звуки, пение (sc. αὐλοῦ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαλαγμός: ὁ = ἀλαλαγή, Ἡρ. 8. 37. ΙΙ. καθόλου, μέγας θόρυβος, τυμπάνων, αὐλοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 65, Ἑλ. 1352.
Greek Monolingual
ο (Α ἀλαλαγμὸς) ἀλαλάζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς
αρχ.
δυνατός θόρυβος από φωνές ή ήχους, ακόμη και κραυγή οδύνης, ολολυγμός.
Greek Monotonic
ἀλαλαγμός: ὁ,
I. = ἀλαλαγή, σε Ηρόδ.
II. δυνατός, μεγάλος θόρυβος, τυμπάνων, αὐλοῦ, σε Ευρ.