εὐδιανός
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
ή, όν, = εὔδιος, ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν = a warm remedy for chill airs, i.e. a warm cloak, Pi.O.9.97, cj. in P.5.10.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιᾱνός: (= εὔδιος) греющий, теплый: ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Pind. теплое средство против холодной погоды, т. е. теплый плащ.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιανός: -ή, -όν, = εὔδιος, θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε, «ἐφάνη δὲ θαυμάσιος καὶ ἡνίκα τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ φάρμακον (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ (ἔνθα ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)· ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10.
English (Slater)
εὐδῐᾱνός warm ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (O. 9.97)
Greek Monolingual
εὐδιανός, -ή, -όν (Α)
εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» — ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + -ανός (πρβλ. ροδανός, τραγανός)].