λινοφθόρος

From LSJ
Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοφθόρος Medium diacritics: λινοφθόρος Low diacritics: λινοφθόρος Capitals: ΛΙΝΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: linophthóros Transliteration B: linophthoros Transliteration C: linofthoros Beta Code: linofqo/ros

English (LSJ)

λινοφθόρον, linen-spoiling, ὑφασμάτων λακίδες A.Ch.27 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] Leinwand vernichtend, λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες, die leinenen Kleider zerreißend, Aesch. Ch. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit le lin, càd qui déchire le tissu.
Étymologie: λίνον, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοφθόρος: уничтожающий (льняную) ткань (ὑφασμάτων λακίδες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων τὰ λινᾶ, καταστρέφων αὐτά, ὑφασμάτων λακίδες Αἰσχύλ. Χο. 27.

Greek Monolingual

λινοφθόρος, -ον (Α)
αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος, ψυχοφθόρος.

Greek Monotonic

λῐνοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα λινά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λῐνο-φθόρος, ον φθείρω
linen-wasting, Aesch.