νεωκορία
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.
Russian (Dvoretsky)
νεωκορία: ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.
Greek Monolingual
η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.
Greek Monotonic
νεωκορία: Ιων. -ίη, ἡ, το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.
Middle Liddell
νεωκορία, ἡ, [from νεωκόρος
the office of a νεωκόρος, Anth.
German (Pape)
ἡ, das Amt des νεωκόρος; Ep.adesp. 189 (APP 2569; Maneth. 4.441; Plut. Is. et Os. 2.