νειόθι

From LSJ
Revision as of 08:14, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειόθῐ Medium diacritics: νειόθι Low diacritics: νειόθι Capitals: ΝΕΙΟΘΙ
Transliteration A: neióthi Transliteration B: neiothi Transliteration C: neiothi Beta Code: neio/qi

English (LSJ)

Ion. Adv. (cf. νέατος A) A at the bottom, δάκεν δέ ἑ ν. θυμόν it stung him to his heart's core, Hes.Th.567: c. gen., ν. λίμνης Il.21.317. 2 under, beneath, opp. ὑψόθι, A.R.2.355; in stooping posture, Id.3.706: c. gen., ν. γαίης Id.1.63, cf. Arat.89. [ι is rarely elided, as in Nic.Al.520.]

German (Pape)

[Seite 236] ion. = νεόθι, zu unterst, tief unten, im Innersten; νειόθι λίμνης, Il. 21, 317; δάκε νειόθι θυμόν, es kränkte tief sein Herz, Hes. Th. 267; sp. D., νειόθι γαίης, πέτρης, Ap. Rh. 1, 63. 990, unter dem Felsen; über die Betonung νείοθι vgl. Schäf Schol. Par. Ap. Rh. 2, 355.

French (Bailly abrégé)

adv.
ion.
au fond de, gén..
Étymologie: νέος, -θι.

Russian (Dvoretsky)

νειόθῐ:
I adv. до глубины: ν. θυμόν Hes. до глубины души.
II praep. cum gen. в глубине (λίμνης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νειόθῐ: Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., (νέος) ἐν τῷ βάθει, κατὰ βάθος, δάκε νειόθι θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· μετὰ γεν., νειόθι λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) ὑποκάτω, κάτω, ἀντίθετον τῷ ὑψόθι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· μετὰ γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].

English (Autenrieth)

(νέος): below; λίμνης, ‘down in the depths of the sea,’ Il. 21.317†.

Greek Monolingual

νειόθι (Α)
επίρρ. ιων. τ.
1. στο βάθος, βαθύτατα, κατά βάθος («δάκεν δὲ ἑ νειόθι θυμόν», Ησίοδ.)
2. κάτω, από κάτω («νειόθ' ὑφισταμένην», Νίκ. Αλεξ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. κυκλόθι, ουρανόθι)].

Greek Monotonic

νειόθῐ: (νέος), Ιων. αντί νεόθι, επίρρ., στο βάθος, κατά βάθος· δάκε νειόθι θυμόν, τον κέντρισε στο βάθος της καρδιάς του, σε Ησίοδ.· με γεν., νειόθι λίμνης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νέος
at the bottom, δάκε νειόθι θυμόν it stung him to his heart's core, Hes.: c. gen., νειόθι λίμνης Il.