πώτημα
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
v. πότημα (A).
German (Pape)
[Seite 828] τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον, Aesch. Eum. 241.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vol, essor.
Étymologie: πωτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
πώτημα: ατος τό полет: ὑπὲρ πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἐλθεῖν Aesch. перелететь море без крыльев.
Greek (Liddell-Scott)
πώτημα: τό ἴδε λ. πότημα.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α πωτῶμαι
πέταγμα, πτήση («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
πώτημα: -ατος, τό, βλ. πότημα.