συναορέω
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
accompany, γλυκεῖά οἱ συναορεῖ ἐλπίς Pi.Fr.214.
Russian (Dvoretsky)
συνᾱορέω: сопровождать, сопутствовать (τινι Pind. ap. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱορέω: συνοδεύω, συνακολουθῶ, ἐλπὶς οἱ συναορεῖ Πινδ. Ἀποσπ. 233.
English (Slater)
συνᾱορέω accompany c. dat. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναορέω [συνάορος] begeleiden, met dat. iem.
German (Pape)
[ᾱ], eigtl. womit zusammengespannt sein, begleiten, ἐλπίς οἱ συναορεῖ, Pind. frg. 223 bei Plat. Rep. I.330a.