συνεπικραδαίνω

Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

move backwards and forwards together with, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα, of dogs near game, X.Cyn.6.16.

French (Bailly abrégé)

secouer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπί, κραδαίνω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικρᾰδαίνω: одновременно трясти, шевелить (σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρᾰδαίνω: κινῶ, ἐπισείω πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ μετά τινος, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα συνεπικραδαίνουσι, ἐπὶ κυνῶν, ὅταν ὦσι περὶ τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 6, 16.

Greek Monolingual

A
κραδαίνω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικραδαίνω «επισείω»].

Greek Monotonic

συνεπικρᾰδαίνω: σείω, κινώ προς τα εμπρός και προς τα πίσω μαζί με κάποιον, επισείω μαζί, σε Ξεν.

Middle Liddell


to move backwards and forwards together with, Xen.

German (Pape)

mit od. zugleich dabei schütteln, schwingen, Xen. Cyn. 6.16.