φαλαγγίτης

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγίτης Medium diacritics: φαλαγγίτης Low diacritics: φαλαγγίτης Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΤΗΣ
Transliteration A: phalangítēs Transliteration B: phalangitēs Transliteration C: falaggitis Beta Code: falaggi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A soldier in a phalanx, Plb.4.12.12, D.S.18.2, D.H.4.18.
II = φαλάγγιον ΙΙ, Gal.12.150:—also fem. φαλαγγῖτις, ιδος, ἡ, Dsc.3.108.

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, ein Soldat von der Phalanx, bei den Römern von der Legion; Pol. 18, 15, 9 u. öfter; D. Hal. 4, 18. – Auch = φαλάγγιον 2, Galen.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαγγίτης: ου (ῑ) ὀ солдат фаланги, рядовой, (в Риме; лат. legionarius) легионер Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγίτης: [ῑ], -ου, ὁ, στρατιώτης ἐν φάλαγγι, Λατ. legionarius, Πολύβ. 4. 12, 12, κλπ. ΙΙ. = φαλάγγιον, ΙΙ, Γαλην. τ. 13, σ. 239.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, -ίτιδος, Α
στρατιώτης φάλαγγας
νεοελλ.
1. απόμαχος του τακτικού στρατού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
2. μέλος της δεύτερης βαθμίδας της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σε αντιδιαστολή προς τον σκαπανέα, μέλος της πρώτης βαθμίδας
3. μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες
4. (στην Ισπανία) μέλος της φασιστικής φάλαγγας του στρατηγού Φράνκο
6. (στον Λίβανο) ένοπλος που ανήκει στην χριστιανική μειονότητα
αρχ.
(το αρσ.) είδος βοτάνου για τη θεραπεία τών δηγμάτων της δηλητηριώδους αράχνης φαλάγγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ίτης].