φρενογηθής
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ές, heart-gladdening, AP9.525.22.
German (Pape)
[Seite 1304] ές, frohes Herzens, das Herz erfreuend, so heißt Apollo in einem Hymn. (IX, 525).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui réjouit le cœur.
Étymologie: φρήν, γηθέω.
Russian (Dvoretsky)
φρενογηθής: веселящий душу, проливающий радость (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φρενογηθής: -ές, ὁ ἐμποιῶν χαρὰν εἰς τὰς φρένας, Ἀνθ. Π. 9. 525, 22.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ-γηθής, πλουτο-γᾱθής].
Greek Monotonic
φρενογηθής: -ές (γηθέω), αυτός που φέρνει χαρά στο μυαλό, σε Ανθ.
Middle Liddell
φρενο-γηθής, ές γηθέω
heart-gladdening, Anth.
Léxico de magia
-ές que alegra el corazón en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... κινησιπόλους, φρενογηθεῖς, θανατοσυναρτάς os invoco a vosotros, que agitáis el cielo, que alegráis el corazón, que preparáis la muerte P IV 1372