χρυσοφεγγής

From LSJ
Revision as of 15:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφεγγής Medium diacritics: χρυσοφεγγής Low diacritics: χρυσοφεγγής Capitals: ΧΡΥΣΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: chrysophengḗs Transliteration B: chrysophengēs Transliteration C: chrysofeggis Beta Code: xrusofeggh/s

English (LSJ)

ές, gold-beaming, σέλας A.Ag.288.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, goldglänzend, mit goldenem Glanz, Licht, σέλας Aesch. Ag. 279.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l'éclat de l'or.
Étymologie: χρυσός, φέγγος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφεγγής: сияющий или сверкающий как золото (σέλας Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφεγγής: -ές, ὁ ὡς χρυσὸς λάμπων, χρυσαυγής, σέλας Αἰσχύλ. Ἀγ. 288.

Greek Monolingual

και χρυσεοφεγγής, -ές, Α
αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο-φεγγής].

Greek Monotonic

χρῡσοφεγγής: -ές (φέγγος), αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χρῡσο-φεγγής, ές φέγγος
gold-beaming, Aesch.