χρυσοφορέω
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
A wear golden ornaments or apparel, Hdt.1.82, Euph. 38, Sotad.9.4, Arist.Oec.1349a24, Chor.32.70 p.360F.-R.; διά τινα ἀρχὴν ἢ ἱερωσύνην Artem.2.9, cf. 1.77; especially of priests, δεδόχθαι τοὺς ἱερεῖς -φορεῖν τοῖς θεοῖς SIG704E31 (Delph., ii B. C.); οἱ -φοροῦντες τῇ θεῷ ἱερεῖς BMus.Inscr.4.481*.437 (Ephes., ii A. D.); also [ἰχθῦς] χρυσοφορέων wearing a gold ornament, Luc.Syr.D.45; wear a gold ring, App.Pun.104. II pay gold as a tax, D.S.4.83. III carry gold, of streams, App.Mith.103.
German (Pape)
[Seite 1382] 1) Gold, goldenen Schmuck tragen; Her. 1, 82; Ath. XII, 528 d; – auch ἰχθὺς χρυσοφορέων, mit goldenen Schuppen, Luc. Dea Syr. 45. – 2) Gold hervorbringen, Goldsand mit sich führen. – 3) Gold als Abgabe entrichten, Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter des vêtements d'or ou brodés d'or, des joyaux ou parures d'or, etc.
Étymologie: χρυσοφόρος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοφορέω:
1 носить золотые украшения, блистать золотом (αἱ γυναῖκες χρυσοφορέουσιν Her., Arst.): ἰχθὺς χρυσοφορέων Luc. рыба с золотой чешуей;
2 приносить золотые дары (τῇ Ἀφροδίτη Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφορέω: φορῶ χρυσᾶ κοσμήματα ἢ χρυσῆν στολήν, Ἡρόδ. 1. 82, Εὐφορίων 34, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 1123· ἰχθὺς χρυσοφορέων, ἔχων χρυσιζούσας λεπίδας, Λουκ. π. τῆς Συρίης Θεοῦ 45. ΙΙ. πληρώνω φόρον εἰς χρυσόν, Διόδ. 4. 83.
Greek Monotonic
χρῡσοφορέω: μέλ. -ήσω, αυτός που φορά χρυσά στολίδια ή ενδύματα, σε Ηρόδ.· αυτός που έχει χρυσά λέπια, σε Λουκ.
Middle Liddell
χρῡσοφορέω, fut. -ήσω
to wear golden ornaments or apparel, Hdt.: with golden scales, Luc. [from χρῡσοφόρος]