ἀθλοφόρος
English (LSJ)
ον, Ep. and Lyr. ἀεθλ-, A bearing away the prize, victorious, ἵππος Il.9.124, 22.22, Ibyc.2, cf. Inscr.Olymp.166; ἄνδρες Pi. O.7.7, cf. Hdt.1.31, etc.; of martyrs, JRS10.47. II prize-giving, ἀγῶνες IG7.530.3 (Tanagra). III ἀθλοφόρος, ἡ, title of priestess at Alexandria, ἀ. Βερενίκης OGI90.5 (Canopus), PTeb.176 (circ. 200 B.C.), etc.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón., ép., lír. ἀεθλ-; tard. ἀθληφόρος Didym.M.39.777A, Rom.Mel.71.κγʹ.1, IGLBulg.225.7 (V/VI d.C.)
• Prosodia: [ᾱ-]
I 1que se lleva el premio, campeón gener. de caballos de carreras Il.9.124, 22.22, Alcm.1.48, Ibyc.6.6, Call.Cer.109
•de pers. ἄνδρες Pi.O.7.7, cf. Hdt.1.31
•fig. del ejército que avanza ἀ εθλοφόροι περὶ νίκης Tyrt.1.9, de los mártires cristianos, Mitteis Chr.290.1.6 (VI d.C.), MAMA 1.171.2 (Frigia IV d.C.).
2 que proporciona premios, portador de premios ἀγῶνες IG 7.530 (Tanagra III a.C.)
•fig. de la Pascua IGLBulg.l.c.
II subst.
1 campeón, vencedor ἀ., νίκαν ποσσὶν ἀειράμενος AP 7.428 (Mel.), ἀ. ... καὶ νικηφόρος Fauorin.Cor.14, καὶ διδύμων πρώτιστος ἀεθλοφόρων ἐν ἀγῶνι Nonn.D.10.419.
2 atlóforo tít. de sacerdotisa en Alejandría ἀ. Βερενίκης PTeb.176 (III a.C.), UPZ 180a.1.3, 181.2.3, 217.15 (II a.C.), PSI 1402.5 (II a.C.), PLugd.Bat.17.3.4 (II a.C.).
3 mártir Gr.Naz.Mul.Orn.301.
German (Pape)
[Seite 47] = ἀεθλοφόρος, den Kampfpreis davontragend, erringend, Hom. Iliad. 11, 699 τέσσαρςς ἀθλοφόροι ἵπποι, 9, 124. 266 δώδεκα δ' ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους, οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο; – ἄνδρες Pind. Ol. 7, 7 u. Sp. D.; νίκη Mel. 123 (VII, 428).
English (Autenrieth)
prize-winning; only of horses.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui remporte le prix de la lutte.
Étymologie: ἆθλον, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀθλοφόρος: эп.-ион. тж. ἀεθλοφόρος 2 получающий (получивший) награду на состязании, вышедший победителем (ἵπποι Hom.; ἄνδρες Pind., Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθλοφόρος: -ον, ὁ ἀποκομίζων τὸ βραβεῖον, νικητής, ἵππος Ἰλ. Ι. 124: ἄνδρες, Πινδ. Ο. 7. 13, κτλ. Ἰων. τύπος ἀεθλ-, Ἰλ. Χ. 22, Ἡρόδ. 1. 31. ΙΙ. ὁ διδοὺς ἢ παρέχων βραβεῖα, ἀγῶνες, Συλλ. Ἐπιγρ. 1582.
Greek Monotonic
ἀθλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που αποκομίζει, που λαμβάνει το έπαθλο, ο νικητής· ἵππος, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. τύπο ἀεθλ-, στο ίδ., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
φέρω
bearing away the prize, victorious, ἵππος Il.; in ionic form ἀεθλ-, Il., Hdt.