ἀποπροφεύγω
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
flee away from, escape, δίψαν AP12.133 (Mel.).
Spanish (DGE)
huir de, escapar a δίψαν AP 12.133 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 320] (s. φεύγω), weit wegfliehen, Mel. 10 (XII, 133).
French (Bailly abrégé)
s'enfuir au loin en avant.
Étymologie: ἀπό, προφεύγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπροφεύγω: досл. убегать, перен. утолять (δίψαν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπροφεύγω: φεύγω μακρὰν άπό, ἐκφεύγω, δίψαν Ἀνθ. Π. 12. 133.
Greek Monotonic
ἀποπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, φεύγω μακριά από, ξεφεύγω, διαφεύγω, σε Ανθ.