ἀποσκηνέω
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
English (LSJ)
encamp apart, πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἐλλήνων X.An. 3.4.35.
Spanish (DGE)
acampar aparte τῶν Ἑλλήνων X.An.3.4.35.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter sous une tente à part de, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκηνέω: и ἀποσκηνόω
1 располагаться лагерем вдали (τινος Xen.);
2 жить отдельно Plut.;
3 жить далеко или находиться на (далеком) расстоянии (οὐ μακρὰν ἀ. τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκηνέω: κατασκηνῶ μακράν τινος, τούτου ἕνεκα πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀποσκηνόω).
Greek Monotonic
ἀποσκηνέω: μέλ. -ήσω, κατασκηνώνω μακριά από, μεταφέρω την κατοικία μου μακριά από, τινός, σε Ξεν.