ἀποθύω

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθύω Medium diacritics: ἀποθύω Low diacritics: αποθύω Capitals: ΑΠΟΘΥΩ
Transliteration A: apothýō Transliteration B: apothyō Transliteration C: apothyo Beta Code: a)poqu/w

English (LSJ)

fut. -θύσω IG4.951.45 (Epid.):—offer up as a votive sacrifice, χιμαίρας X.An.3.2.12; ἡγεμόσυνα 4.8.25; εὐχήν Diph.43.10; ἴατρα IGl. c.

Spanish (DGE)

hacer una ofrenda abs. κἄπειτ' ἀπέθυσας, ὦ πόνηρε παίδων Alc.306Ab24-25
ofrendar c. ac. χιμαίρας X.An.3.2.12, ἡγεμόσυνα X.An.4.8.25, τῶν ἑκατὸν ταλάντων τῷ θεῷ ἐν Δελφοῖς δεκάτην ἀποθῦσαι X.Ages.1.34, cf. SB 10075.69, Plu.2.862b, τὰ ἱερὰ ... ὑπὲρ τῶν πρυτάνεων IG 22.1749.72 (IV a.C.), cf. Artem.5.2, εὐχήν Diph.43.10, τὰ ἴατρα IG 42.121.45 (Epidauro IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 304] abopfern, ein gelobtes Opfer darbringen, θυσίαν, δεκάτην, Xen. An. 3, 2, 12. 4. 8, 25; εὐχήν, sich durch Opfer eines Gelübdes entledigen, Diphil. bei Ath. VII, 492 a.

French (Bailly abrégé)

offrir en sacrifice, consacrer.
Étymologie: ἀπό, θύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθύω: приносить в жертву по обету (χιμαίρας Xen.; τῷ Ἡρακλεῖ τὴν δεκάτην Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθύω: μέλλ. θύσω, προσφέρω θυσίαν ἣν ηὐχήθην, κοινῶς «ἔταξα» ἢ «ἔκαμα τάμμα» ἔδοξεν αὐτοῖς κατ’ ἐνιαυτὸν πεντακοσίας χιμαίρας θύειν Ξεν. Ἀν. 3. 12, 2· ἡγεμόσυνα αὐτόθ. 4. 8, 25· εὐχὴν Δίφιλ. ἐν «Ζῳγράφῳ» 2. 10.

Greek Monolingual

ἀποθύω (Α)
θυσιάζω.

Greek Monotonic

ἀποθύω: μέλ. -θύσω [ῡ], προσφέρω θυσία την οποία έχω υποσχεθεί στον θεό, εκπληρώνω τάμα, σε Ξεν.

Middle Liddell


to offer as a votive sacrifice, Xen.