ἐνουράνιος

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνουράνιος Medium diacritics: ἐνουράνιος Low diacritics: ενουράνιος Capitals: ΕΝΟΥΡΑΝΙΟΣ
Transliteration A: enouránios Transliteration B: enouranios Transliteration C: enouranios Beta Code: e)noura/nios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, in heaven, heavenly, AP9.223 (Bianor), Poll. 1.23; ἀνάγκη Sammelb.5620.9.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que está o reside en el cielo, αἰετός, οἰωνῶν μοῦνος ἐ. AP 9.223 (Bianor), αἰθήρ Heraclit.All.58
celestial de los dioses o en rel. c. ellos ὁ ἀφ' Ἡλίου πόλεως μέγας θεὸς ἐ., Ἀπόλλων κρατερός Hermapio 1.23, cf. Poll.1.23, ἐ. δύναμις ἀγγέλων PMag.4.3051, ὁ τὴν ἐνουράνιον τῆς <αἰ>ωνίου φύσεως κεκληρωμένος ἀνά<γ>κην del dios-león egipcio IBrooklyn 24.9 (II/III d.C.), λόγος Iren.Lugd.Fr.29.

German (Pape)

[Seite 850] im Himmel, himmlisch, οἰωνοί Bian. 10 (IX, 223).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
céleste.
Étymologie: ἐν, οὐρανός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνουράνιος: небесный (οἰωνοί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνουράνιος: -ον, ὁ, = ὁ ἐν οὐρανῷ ὤν, Ἀνθ. Π. 9. 223, Πολυδ. Α΄, 23.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐνουράνιος, -ον) ουράνιος
αυτός που βρίσκεται στον ουρανό.

Greek Monotonic

ἐνουράνιος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, επουράνιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐν-ουράνιος, ον
in heaven, heavenly, Anth.

Léxico de magia

-ον que está en el cielo, celestial ὁρκίζω σε, ... ὃν εὐλογεῖ πᾶσα ἐ. δύναμις ἀγγέλων te conjuro a ti, a quien bendice toda fuerza celestial de ángeles P IV 3051 P IV 1140