ἐξειργασμένως
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἐξεργάζομαι, carefully, accurately, Plu.Alex.1.
German (Pape)
[Seite 875] ausgearbeitet, genau, Plut. Alex. 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un travail approfondi, avec soin.
Étymologie: ἐξειργασμένος part. pf. de ἐξεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξειργασμένως: тщательно, обстоятельно (ἀπαγγέλλειν τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξειργασμένως: ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ ἐξεργάζομαι, μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.
Greek Monotonic
ἐξειργασμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά, με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
adverb[adverb part. perf. pass. of ἐξεργάζομαι,]
carefully, accurately, fully, Plut.