ἐπέκπλοος
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
contr. ἐπέκπλους, ὁ, sailing out against, attack by sea, ἐ. ποιεῖσθαι Id.8.20.
German (Pape)
[Seite 914] ὁ, zsgzn -πλους, das Auslaufen der Flotte gegen den Feind, ἐπέκπλουν ποιεῖσθαι, gegen den Feind auslaufen, Thuc. 8, 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
v. ἐπέκπλους.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέκπλοος: стяж. ἐπέκπλους, ου ὁ боевой выход флота, морская атака (ἐπέκπλουν ποιεῖσθαι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέκπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, (ἐκπλέω) ἔκπλους κατά τινος, ἐπίθεσις κατὰ θάλασσαν, ἐπεκδρομή, ἐπέκπλ. ποιεῖσθαι Θουκ. 8, 20.
Greek Monotonic
ἐπέκπλοος: συνηρ. -πλους, ὁ, έκπλους εναντίον, επίθεση από τη θάλασσα, σε Θουκ.