ὀαρισμός
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ὁ, = ὀάρισμα, in pl., Hes. Op. 789; εὐναῖοι ὀ. Call. Fr. 118; in sg., QS. 7.316.
German (Pape)
[Seite 288] ὁ, = ὀαριστύς, trauliches Liebesgespräch, Hes. O. 791, im plur., u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 316.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, φιλικὴ συνομιλία, πλήρης ἀγάπης ὁμιλία, ἐν τῷ πληθ., κρυφίους τ’ ὀαρισμοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 787, Καλλ. Ἀποσπ. 118· ἐν τῷ ἑνικ., Κόϊντ. Σμ. 7. 316.
Greek Monolingual
ὀαρισμός, ὁ (Α) οαρίζω
οάρισμα («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, = ὄαρος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ὀᾰρισμός, οῦ, ὁ, = ὄαρος, Hes.]