σκοτομήνη

From LSJ
Revision as of 15:00, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτομήνη Medium diacritics: σκοτομήνη Low diacritics: σκοτομήνη Capitals: ΣΚΟΤΟΜΗΝΗ
Transliteration A: skotomḗnē Transliteration B: skotomēnē Transliteration C: skotomini Beta Code: skotomh/nh

English (LSJ)

ἡ, moonless night, LXX Ps.10(11).2, Aristid.Or.24(44).51 (f.l. for -μαίνῃ), Democr.(?) ap.Et.Gen. s.v. γλαύξ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nuit obscure, sans lune ; fig. obscurité, trouble.
Étymologie: σκότος, μήνη.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτομήνη: ἡ, νὺξ ἀσέληνος, «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· ὡσαύτως σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α
ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ' επίδραση του μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. -αινα (πρβλ. θεράπ-αινα)].

Greek Monotonic

σκοτομήνη: ἡ, ασέληνη, χωρίς φεγγάρι νύχτα, σκοτεινή νύχτα.

Middle Liddell

σκοτο-μήνη, ἡ,
a moonless night.

Mantoulidis Etymological

(=νύχτα χωρίς φεγγάρι). Ἀπό τό σκότος + μήνη (=φεγγάρι), πού παράγεται ἀπό τό μήν μηνός, ὄπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκοτεινός.