μεληδόν
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
Adv., (μέλος)
A = μελεϊστί, κρέα μ. ὠπτημένα Posidon.22 J., cf. Al. Ex.29.17.
II in order, Zos.Alch.p.193 B.
German (Pape)
[Seite 122] = μελεϊστί, gliederweis, κρέα μεληδὸν ὠπτημένα, Posidon. bei Ath. IV, 153 e.
Greek (Liddell-Scott)
μεληδόν: Ἐπιρρ. (μέλος) = μελεϊστί, μεληδὸν ὠπτημένα Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 153F.
Mantoulidis Etymological
(=κατά μέλη). Ἀπό τό μέλος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.