ἀλλόφωνος
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
ον, speaking a foreign tongue, LXX Ez.3.6, Hsch. s.v. ἀλλόθροος.
Spanish (DGE)
-ον
de lengua extranjera LXX Ez.3.6, Hsch.s.u. ἀλλοθρόους.
German (Pape)
[Seite 107] eine fremde Sprache redend, LXX.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόφωνος, -ον)
αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -φωνος < φωνή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία
μσν.
ἀλλοφωνώ].